ανεπίβλεπτος

ανεπίβλεπτος
η , ο [ος , ον ] неохраняемый; безнадзорный, беспризорный (о детях и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανεπίβλεπτος" в других словарях:

  • ανεπίβλεπτος — η, ο αυτός στον οποίο δεν ασκείται επίβλεψη, παρακολούθηση ή φρούρηση …   Dictionary of Greek

  • ανεπίβλεπτος — η, ο ο χωρίς επίβλεψη, παρακολούθηση: Ουσιαστικά είχαν αφήσει τα παιδιά τους ανεπίβλεπτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτήρητος — η, ο επίρρ. α ανεπίβλεπτος: Καμιά περιοχή στα σύνορα δεν είναι ανεπιτήρητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»